Η πρώτη φορά που συναντάται η ονομασία Πεδίον του Άρεως στον συγκεκριμένο χώρο είναι κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Όθωνα 1835-1862. Πήρε το όνομά του από το Ρωμαϊκό Campus Martius, διότι επί Όθωνα μπροστά από τον ναό των Ταξιαρχών και προς την οδό Μαυρομματαίων κτίστηκαν οι Στρατώνες του Ιππικού, το 1861, το 1884 ιδρύθηκε το Σχολείο Ιππευτικής στην Αθήνα, στο οποίο συγχωνεύθηκε το Ιπποδρόμιο Φρουράς Αθηνών, με σκοπό τον καταρτισμό ικανών εκπαιδευτών ιππασίας και εκγυμναστών ίππων, ενώ το 1888 κατασκευάστηκε κλειστό Ιπποδρόμιο, το Ιπποδρόμιο Συνταγματάρχου Μελεάγρου. Η περιοχή βρισκόταν ανάμεσα σε δύο μεγάλους χειμάρρους, τον Κυκλοβόρο και τον χείμαρρο του Αγίου Στυλιανού. Από το 1866 η περιοχή άρχισε να κοσμείται με προτομές και μνημεία ηρώων ή ηρωικών πράξεων.
Το πρώτο Βασιλικό Διάταγμα που θα ορίσει το Πεδίον του Άρεως ως κοινόχρηστο χώρο αναψυχής υπογράφεται το 1887 από τον Βασιλιά Γεώργιο Α’. Λίγα χρόνια αργότερα, ένα μεγάλο μέρος της αρχικής έκτασης του Πεδίου του Άρεως θα δεσμευτεί για την ανέγερση της Σχολής Ευελπίδων, με τη δωρεά του Γ. Αβέρωφ σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ.
Ο ερχομός των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, δεν άφησε ανεπηρέαστο το Πεδίον του Άρεως. Όπως είναι γνωστό, σε δεκάδες σημεία με ελεύθερο δημόσιο χώρο στήθηκαν πρόχειροι καταυλισμοί. Είναι γνώριμες οι εικόνες από τους καταυλισμούς στον αρχαιολογικό χώρο του Θησείου, στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, στο προαύλιο του νοσοκομείου «Σωτηρία» κ.λπ. Στο Πεδίον του Άρεως φιλοξενήθηκαν χιλιάδες πρόσφυγες σε σκηνές, πρόχειρα παραπήγματα ή και χωρίς ένα κομμάτι μουσαμά πάνω από το κεφάλι τους. Λίγο αργότερα, ανάμεσα στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (τότε Χαρτογραφική Υπηρεσία) και στη Σχολή Ευελπίδων (σημερινά δικαστήρια) κατασκευάστηκε πρόχειρος προσφυγικός οικισμός.
Την τελική προστασία του από την ανοικοδόμηση την οφείλουμε στην Ανώτατη Πολεοδομική Επιτροπή που συγκρότησε το 1934 ο τότε υπουργός Συγκοινωνιών Πέτρος Ράλλης, προκειμένου «να προστατευτεί η δημόσια αισθητική των Αθηνών», αλλά και στις αντιδράσεις των Αθηναίων. Τότε αποφασίζονται: η δημιουργία άλσους, χώρου περιπάτου και αναψυχής, με κυκλοφορία μόνο των πεζών, ανοιχτού και τις νυχτερινές ώρες, η ανέγερση κέντρου αναψυχής και η διατήρηση των υπαρχόντων ναών χωρίς ιδιαίτερο αύλειο χώρο, η κατεδάφιση όλων των κτισμάτων (προσφυγικών κατοικιών και στρατιωτικών κτιρίων) –εκτός της Σχολής των Ευελπίδων– και η μεταφορά του Γυμναστηρίου στη συμβολή των οδών Κοδριγκτώνος και Μαυρομματαίων και τέλος η συνένωση του Λόφου Φινόπουλου με το άλσος.
Μετά τα Δεκεμβριανά και το τέλος του Εμφυλίου, η Αθήνα αλλάζει πρόσωπο και η ανοικοδόμηση είναι μανιώδης. Οι απειλές για τον ελεύθερο χώρο στο Πεδίον του Άρεως επανέρχονται. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 αποφασίζεται μέρος του πάρκου, στη δυτική του πλευρά, να γίνει κοσμικό κέντρο. Ήταν το δημοφιλές κέντρο της εποχής «Green Park». Είχε προηγηθεί το θέατρο «Άλσος» βορειότερα. Δίπλα στο «Green Park» δημιουργήθηκε η θερινή σκηνή του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου του Μάνου Κατράκη που μετά τη δικτατορία πέρασε στα χέρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Στη δυτική πλευρά, στην οδό Μαυρομματαίων, δίπλα στις εγκαταστάσεις του Πανελληνίου, υπήρχε ακόμη ένα υπαίθριο θέατρο από τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ήταν το Θέατρο Χατζίσκου, με το οποίο είχε συνεργαστεί και η Ραλλού Μάνου.
Το Πεδίον του Άρεως έχει υπάρξει διαχρονικά φιλόξενος τόπος για κατατρεγμένους και ρακένδυτους, για συλλογικότητες, έχει υπάρξει καταφύγιο προσφύγων από το Αφγανιστάν και τη Συρία, που βρήκαν εκεί για κάποιο διάστημα την αλληλεγγύη ανθρώπων και οργανώσεων, με συσσίτια και άλλη ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ έχει φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό εκδηλώσεων, από φεστιβάλ βιβλίου μέχρι συναυλίες, θεματικά πολιτιστικά φεστιβάλ, εκδηλώσεις αλληλεγγύης ή πολιτικές ομιλίες.
Ακολουθεί μια περίοδος εγκατάλειψης και παρακμής του πάρκου, ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’90 και ουσιαστικά έληξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Λόγω των περιορισμών απέκτησε έτσι νέα δυναμική, επανερχόμενο στη συνείδηση του κόσμου ως προορισμός. Ως τόπος αναψυχής και δραστηριοτήτων, τουλάχιστον όσο υπάρχει το φως της μέρας.
Υπάρχουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα σημεία μέσα στο άλσος. Ξεκινώντας από τον έφιππο ανδριάντα του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, τη Λεωφόρο των Ηρώων με 16 προτομές που φιλοτέχνησαν ισάριθμοι γλύπτες, αγωνιστών της επανάστασης του 1821, το μνημείο της θεάς Αθηνάς, τον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών και τα 4 μνημεία στον περιβάλλοντα χώρο του (μνημείο του Ιερού Λόχου που είναι αφιερωμένο στους άνδρες των ελληνικών ειδικών δυνάμεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έχασαν τη ζωή τους στη Μέση Ανατολή, η προτομή του υπολοχαγού του Πυροβολικού Αλέξανδρου Πραΐδη που έπεσε μαχόμενος ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση στις 12 Οκτωβρίου 1866 και ουσιαστικά είναι το πρώτο μνημείο που τοποθετήθηκε στο Πεδίον του Άρεως, το μνημείο προς τιμήν των πεσόντων Φιλελλήνων (κυρίως Ιταλών) στη χαμένη για τους Έλληνες Μάχη του Δομοκού του 1897 και το κενοτάφιο του Αλέξανδρου Υψηλάντη), το Ηρώο του Νότη Μπότσαρη, την πλατεία Πρωτομαγιάς, τον Ιερό Ναό του Αγίου Χαραλάμπους και τέλος το Σπήλαιο του Πανός ή Σπηλιά (εικαστική σύνθεση από πέτρα του γλύπτη Βασσάλου στη δυτική πλευρά του άλσους).