Η περιοχή χαρακτηρίζεται ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους και προστατεύεται σε έκταση 218,37 εκταρίων, συνολική περίμετρο 6,2 χιλ., με μέγιστο υψόμετρο τα 200 μ. και ελάχιστο τα 49 μ. Αποτελεί δε έναν από τους μεγαλύτερους υγρότοπους της Αττικής.
Η λίμνη Κουμουνδούρου βρίσκεται στη Δυτική Αττική, στη βόρεια πλευρά του κόλπου της Ελευσίνας και διοικητικά υπάγεται στον Δήμο Ασπρόπυργου. Ο υγρότοπος εκτείνεται πλησίον στρατιωτικής περιοχής, εντός βιομηχανικής ζώνης, δίπλα σε εγκαταστάσεις διύλισης πετρελαίου. Η επιφάνεια της λίμνης είναι 143 στρέμματα. Στο μεγαλύτερο τμήμα της η λίμνη είναι αβαθής με μέσο βάθος 1,5 m. περίπου, ενώ στο σημείο που εντοπίζονται οι πηγές της, το βάθος φτάνει έως τα 3 m. Στο βόρειο τμήμα της λίμνης προς την πλευρά του κόλπου της Ελευσίνας βρίσκεται θυρόφραγμα, από το οποίο ελέγχεται η εκροή του νερού προς τη θάλασσα. Τα τελευταία έτη παρατηρείται μείωση της επίδρασης των θαλάσσιων υδάτων και σταδιακή μετάβαση των γνωρισμάτων του συστήματος από αυτά του λιμνοθαλάσσιου σε αυτά του λιμναίου. Πυκνά μονοειδικά στρώματα από χαρόφυτα κυριαρχούν στη λίμνη, με μία κάλυψη περίπου 70%. Στη δυτική όχθη της λίμνης το είδος Stuckenia pectinate (τρέχουσα επιστημονική ονομασία του Potamogeton pectinatus) καταλαμβάνει ένα αξιόλογο τμήμα της (10%) και σχεδόν σε όλο το μήκος της ανατολικής όχθης και μέχρι βάθους 60 cm αναπτύσσονται πυκνές συστάδες με το κοινό καλάμι Phragmites australis.
Από το 1974 η λίμνη έχει κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος (ΦΕΚ 5/Β /8-1-1974, ΥΑ /41 /1 /2- 74). Υπάρχουν ίχνη τμήματος της Ιεράς Οδού που από το Ιερό της Αφροδίτης στην Αφαία παρέκαμπτε δεξιά στον λόφο της Ηχούς έως το νότιο τμήμα της λίμνης Κουμουνδούρου. Επίσης, βάσει του Ν. 2742 /1999, μια απόσταση 50 m. γύρω από αυτήν έχει χαρακτηριστεί ως ζώνη περιαστικού πάρκου. Στην αρχαιότητα, υπήρχαν δύο λίμνες γνωστές με την ονομασία Ρειτοί ή λίμνες των Καθαρμών και ήταν συνδεδεμένες με τα Ελευσίνια μυστήρια. Σύμφωνα με πηγές, οι δύο λίμνες υπήρχαν έως τη δεκαετία του ’50, οπότε η βόρεια λίμνη, γνωστή και ως Κεφαλάρι, αποξηράνθηκε, ενώ η άλλη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μετονομάσθηκε σε λίμνη Κουμουνδούρου, η έκταση της οποίας μειώθηκε σημαντικά εξαιτίας της διαπλάτυνσης της Εθνικής Οδού Αθηνών-Κορίνθου. Η λίμνη παρουσιάζει εκτός από αρχαιολογική σημασία και οικολογικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (Τζάλη κά. 2013), έχουν καταγραφεί 36 είδη, εκ των οποίων 6 ανήκουν στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 2009 /147 /ΕΚ. Ο υγρότοπος φιλοξενεί μεγάλο αριθμό υδρόβιων και γλαρόμορφων πουλιών, τα οποία χρησιμοποιούν τον υγρότοπο για τη διαχείμασή τους, παρά την ακραία υποβάθμιση του βιότοπου.