Κτίριο Βουλής/Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη


Προβολή στον χάρτη  

Χρήσιμες
Πληροφορίες

Προβολή στον χάρτη  

Πληροφοριές


Κτίριο Βουλής/Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη

Το επιβλητικό κτίριο της Βουλής των Ελλήνων έχει μακρά ιστορία που συνδέεται άμεσα με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Αρχικά Ανάκτορα του Όθωνα και του Γεωργίου, μετατράπηκε έναν αιώνα μετά την κατασκευή του σε Κτίριο της Βουλής και της Γερουσίας. Σήμερα είναι η Βουλή των Ελλήνων, ένα διαχρονικό σύμβολο που αποτελεί μέρος της συλλογικής μνήμης. Το ίδιο το κτίριο στο πέρασμα των χρόνων άλλαξε, προσαρμόστηκε, εκσυγχρονίστηκε. Ως τοποθεσία ανέγερσης των Ανακτόρων του Όθωνα επιλέχθηκε ο λόφος της Μπουμπουνίστρας. Θέση κομβική, σημείο κεντρικό της νέας πρωτεύουσας, ασφαλές και δροσερό, να αντικρίζει την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας. Η πρόταση προήλθε από τον διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημο αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής Φρίντριχ φον Γκάιρτνερ (Friedrich von Gaertner 1791-1847). Οι άλλες ιδέες και εισηγήσεις παραμερίστηκαν: του Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze) για τον Κεραμεικό, του Λούντβιχ Λάνγκε (Ludwig Lange) για τους πρόποδες του Λυκαβηττού, του Καρόλου Φρειδερίκου Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel) για την Ακρόπολη και των Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ (Eduard Schaubert) για τη συμβολή των οδών Πειραιώς και Σταδίου, τη σημερινή πλατεία Ομονοίας. Στις 6 Φεβρουαρίου 1836 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος στο υψηλότερο ανατολικό άκρο της πόλης. Τον επόμενο μήνα στην οικοδομή δούλευαν 520 άτομα. Στρατός και τεχνίτες, Γερμανοί αρχιτέκτονες, Γερμανοί, Έλληνες και Ιταλοί μάστορες συνεργάστηκαν στην κατασκευή. Με την ευκαιρία αυτή ξαναλειτούργησαν και τα αρχαία λατομεία στην Πεντέλη. Με σεβασμό στην κληρονομιά της αρχαίας Αθήνας και εδραιώνοντας τις αρχές της αναγέννησης του αστικού κλασικισμού, ο Γκάιρτνερ σχεδίασε ένα λιτό, λειτουργικό και συμπαγές κτίριο. Είχε πρόσβαση απ' όλες τις πλευρές του, με τέσσερις εξωτερικές πτέρυγες που η καθεμία διέθετε τρεις ορόφους, μια μεσαία πτέρυγα με δύο πατώματα και δύο αυλές και κλιμακοστάσια που διευκόλυναν την επικοινωνία μεταξύ των ορόφων. Οι πρώτοι βασιλείς, ο Όθωνας και η Αμαλία, εγκαταστάθηκαν στη νέα τους κατοικία στις 25 Ιουλίου 1843. Στο υπόγειο στεγάζονταν οι αποθήκες. Στο ισόγειο συνυπήρχαν η Γραμματεία και το Ανακτορικό Ταμείο με τους βοηθητικούς τους χώρους, το καθολικό παρεκκλήσιο του βασιλιά, το θησαυροφυλάκιο και τα μαγειρεία. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν η Αίθουσα του Θρόνου, η Αίθουσα Τροπαίων, η Αίθουσα των Υπασπιστών, σε γραμμική αλληλοδιαδοχή η Αίθουσα Χορού, η Αίθουσα Παιγνίων και η Τραπεζαρία και τα βασιλικά διαμερίσματα, τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους και ήταν οι πολυτελέστεροι χώροι του κτιρίου. Τον δεύτερο όροφο καταλάμβαναν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των διαδόχων, του αυλάρχη και του προσωπικού των Ανακτόρων. Παράλληλα με τα σχέδια κατασκευής του κτιρίου, ο Γκάιρτνερ μελέτησε αναλυτικά και προχώρησε στον σχεδιασμό και της εσωτερικής διακόσμησης διαφόρων χώρων του. Συνολικά σώζονται 247 σχέδιά του, τα οποία φυλάσσονται στο Αρχιτεκτονικό Μουσείο του Πολυτεχνείου του Μονάχου. Τον εξαιρετικού πλούτου και τέχνης διάκοσμο των Ανακτόρων που σχεδίασε ο Γκάιρτνερ φανερώνουν τα ελάχιστα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία που διασώζονται έως σήμερα, όπως είναι το μεγαλοπρεπές μαρμάρινο κλιμακοστάσιο και οι Αίθουσες Τροπαίων και Υπασπιστών με την εικονογράφησή τους. Στις αίθουσες αυτές, που σήμερα αποτελούν την Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου, διατηρείται ζωφόρος (ύψους 1.22 μ. και μήκους 78 μ.), όπου αποτυπώνονται γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και προσωπογραφίες αγωνιστών, σε σχέδια του γλύπτη Λούντβιχ Μίκαελ φον Σβαντάλερ (Ludwig Michael von Schwanthaler) και με τη συνεργασία των ζωγράφων Φιλίππου και Γεωργίου Μαργαρίτη. Ακριβώς δίπλα στο κτίριο των Ανακτόρων διαμορφώθηκε, με την προσωπική φροντίδα της Αμαλίας, ο Βασιλικός Κήπος, ο οποίος κάλυπτε την έκταση που έχει μέχρι και σήμερα. Η φύτευση του κήπου ανατέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1840 στον Γάλλο κηποτέχνη Φρανσουά Λουί Μπαρό (François Louis Bareaud), ο οποίος σχεδίασε το εσωτερικό δίκτυο των οδών και καθόρισε τη μορφή και τη θέση των διακοσμητικών στοιχείων, των κτισμάτων, των υδάτινων εκτάσεων και των περίφρακτων χώρων του. Μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, τα Ανάκτορα κατοικήθηκαν από τον νέο βασιλιά Γεώργιο Α’, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1863. Ευθύς αμέσως μετά τον γάμο του με την Όλγα το 1867, στο κτίριο πραγματοποιήθηκαν νέες προσθήκες και μετατροπές. Σημαντικότερη ήταν η τροποποίηση του κλιμακοστασίου της ανατολικής πτέρυγας και η δημιουργία του ορθόδοξου παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου στον δεύτερο όροφο. Επιπλέον, η διαβίωση στα Ανάκτορα μιας πολυμελούς οικογένειας και η φιλοξενία πολυπληθών επισήμων οδήγησαν σε μετατροπές χώρων και σε αλλαγές χρήσης τους. Βασική, όμως, αιτία για αλλαγές και επεμβάσεις στην αρχική κατασκευή υπήρξαν οι δύο μεγάλες πυρκαγιές των Ανακτόρων: η πρώτη, το 1884, αποτέφρωσε τον δεύτερο όροφο της βορινής πτέρυγας· η δεύτερη, και μεγαλύτερη, το 1909, κατέστρεψε ολοσχερώς την κεντρική πτέρυγα και τα αντίστοιχα σε αυτήν τμήματα της ανατολικής και δυτικής πτέρυγας και ανάγκασε τη βασιλική οικογένεια να μετακινηθεί στο θερινό ανάκτορο του Τατοΐου. Παρόλο που οι βασιλείς επέστρεψαν στο κτίριο το 1912, ελάχιστες από τις εγκριθείσες μελέτες επισκευών είχαν πραγματοποιηθεί, ενώ οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις των επόμενων ετών, ελληνοβουλγαρικός πόλεμος, δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α' και κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, διέκοψαν τις εργασίες αποκατάστασης των ζημιών. Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου του Α', βασιλιάς ορκίστηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος και βασιλικό Ανάκτορο ορίστηκε η έως τότε κατοικία του, το Μέγαρο της Ηρώδου Αττικού (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο). Στα Παλαιά, πλέον, Ανάκτορα παρέμειναν -κατά διαστήματα- μέλη της βασιλικής οικογένειας και η βασιλομήτωρ Όλγα έως το 1922, οπότε εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα. Το 1922 αποτέλεσε τομή στην ιστορία του κτιρίου. Τότε εγκαταλείφθηκε οριστικά από τη βασιλική οικογένεια, ενώ συγχρόνως οι ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν σε νέες χρήσεις. Κρατικές υπηρεσίες, ιδιωτικοί κοινωνικοί φορείς, διεθνείς οργανώσεις που συντονίστηκαν για την αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων που προέκυψαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή στεγάστηκαν στο κτίριο, μαζί με δημόσιες υπηρεσίες, που εγκαταστάθηκαν από την κυβέρνηση για την κάλυψη των αυξανόμενων μόνιμων αναγκών της. Έτσι, στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αι. στο κτίριο βρήκαν στέγη υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, του Υπουργείου Στρατιωτικών, του Υπουργείου Υγιεινής, η Διεθνής Υπηρεσία Μετανάστευσης, η Αστυνομία Πόλεων, η «Χριστιανική Ένωσις Νεανίδων» (Χ.Ε.Ν.), ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, ο Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών κ.ά. Λειτούργησαν, επίσης, ιατρείο βρεφών, οικοτροφείο φοιτητών, νοσοκομείο και ορφανοτροφείο της Near East Relief, καθώς και τα Εργαστήρια Μπενάκη. Τα διαμερίσματα του Γεωργίου Α' και το παρεκκλήσι στο ισόγειο χρησιμοποιήθηκαν για την αποθήκευση της βασιλικής περιουσίας, η οποία κατατέθηκε το 1935 στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία. Μέχρι το 1925 οι παρεμβάσεις στο εσωτερικό του κτιρίου ήταν πρόχειρες διαρρυθμίσεις, με στόχο τη διαίρεση μεγάλων χώρων σε μικρότερους. Η μόνη νέα κατασκευή ήταν η ανέγερση το 1925 ενός μικρού κτίσματος στον περίβολο των Παλαιών Ανακτόρων, το οποίο είναι γνωστό μέχρι σήμερα ως «Παλατάκι». Το 1927 εγκαινιάστηκε το «Μουσείο Ενθυμίων του Γεωργίου Α'», ως παράρτημα του Εθνικού-Ιστορικού Μουσείου, το οποίο λειτούργησε μέσα στο κτίριο έως το 1930 και από το 1936 έως το 1941. Τον Νοέμβριο του 1929 η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, ύστερα από πολλές συζητήσεις στη Βουλή, αποφάσισε τη στέγασή της, μαζί με τη Γερουσία, στο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων. Οι εργασίες για τη μετατροπή του κτιρίου σε Μέγαρο Βουλής και Γερουσίας σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή αποτέλεσαν τη ριζικότερη επέμβαση σε αυτό μετά την αρχική κατασκευή του: με τις στατικές επεμβάσεις στον φέροντα οργανισμό των περιμετρικών πτερύγων, την κατεδάφιση της κεντρικής πτέρυγας και την κατασκευή νέας για τη στέγαση των αιθουσών συνεδριάσεων της Βουλής και της Γερουσίας. Εξωτερικά, η σημαντική αλλαγή που συντελέστηκε, χωρίς, όμως, να αλλοιώνει τη μορφή και την αισθητική του, ήταν η νέα είσοδος στη βορινή πλευρά, όπου κατασκευάσθηκε ένα πρόπυλο με έξι δωρικούς κίονες με στοιχεία δανεισμένα από τα δύο άλλα πρόπυλα που κοσμούν τη δυτική και την ανατολική όψη. Αλλαγές στην εσωτερική διακόσμηση και τη διαρρύθμιση έγιναν προκειμένου να ανταποκριθεί το κτίριο στη νέα του, εντελώς διαφορετική, χρήση. Στο ισόγειο διαμορφώθηκαν χώροι γραφείων του πρωθυπουργού και του προέδρου της Βουλής και στον πρώτο όροφο των υπηρεσιών της Βουλής. Στο δεύτερο όροφο διαρρυθμίστηκαν χώροι στέγασης της Βιβλιοθήκης της Βουλής και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο ανακαινισμένο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων εγκαταστάθηκε η Γερουσία, καθώς και η Βιβλιοθήκη και το Συμβούλιο της Επικρατείας το 1934, το οποίο παρέμεινε στο κτίριο έως το 1992. Την 1η Ιουλίου 1935 η Ε' Εθνοσυνέλευση άρχισε πανηγυρικά τις εργασίες της στη νέα αίθουσα της Ολομέλειας. Από το 1935 έως σήμερα, στο κτίριο στεγάζεται η Βουλή των Ελλήνων. Από το 1975 γίνονται οι απαραίτητες εργασίες για τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική αναβάθμιση του κτιρίου. Σκοπός είναι η καλύτερη δυνατή λειτουργία των υπηρεσιών, με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, τα σύγχρονα εργαλεία και ο αναβαθμισμένος εξοπλισμός. Το σημαντικότερο έργο υποδομής ήταν η κατασκευή πενταώροφου υπόγειου χώρου στάθμευσης στην περίμετρο του κτιρίου, που συνέβαλε στην αποσυμφόρηση των γύρω χώρων από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα και την ανάδειξη του κτιρίου. Με την αποπεράτωση του υπόγειου σταθμού πραγματοποιήθηκε σειρά εργασιών διαμόρφωσης του περιβάλλοντα χώρου, όπως η διευθέτηση της κυκλοφορίας εισόδων και εξόδων του σταθμού, η μαρμαρόστρωση και η φύτευση του περιβόλου. Από τις σημαντικότερες αισθητικές παρεμβάσεις στο εξωτερικό του κτιρίου υπήρξε η τοποθέτηση του ανδριάντα του Χαριλάου Τρικούπη και του Ελευθερίου Βενιζέλου, έργα του γλύπτη Γιάννη Παππά, στο δυτικό περίβολο του κτιρίου, ορατά από μεγάλη απόσταση. Το 2003 τοποθετήθηκε το άγαλμα της Μάνας του Χρήστου Καπράλου στον ανατολικό περίβολο. Το 2002 τοποθετήθηκε στο Περιστύλιο της Αίθουσας Συνεδριάσεων της Ολομέλειας το Μνημείο της μάχης της Πίνδου του Χρήστου Καπράλου. Η ανάγλυφη ζωφόρος, μήκους 40 μέτρων και ύψους 1,10 μέτρων, εξιστορεί σε επτά επεισόδια τα περάσματα από την Ειρήνη, τον Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση και πάλι την Ειρήνη και τη Συμφιλίωση. Έτσι δημιουργήθηκε ένας ενδιαφέρων διάλογος –σε επίπεδο εικαστικό και συμβολικό– με τη ζωγραφική ζωφόρο της Αίθουσας Ελευθερίου Βενιζέλου. Πρόσφατα, μάλιστα, ολοκληρώθηκε η συντήρηση και η αποκατάσταση της ζωγραφικής διακόσμησης αυτής της αίθουσας, καθώς και της Αίθουσας Συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής, της Αίθουσας της Γερουσίας και του Εντευκτηρίου. Τον Απρίλιο του 2009 εγκαινιάστηκε έκθεση που παρουσιάζει παραστατικά ακριβώς αυτήν την ιστορική διαδρομή του κτιρίου. Η έκθεση συνοδεύεται από συλλογικό επιστημονικό τόμο με τον τίτλο «Το Κτίριο της Βουλής των Ελλήνων». Μέσα από αρχειακά τεκμήρια και επιστημονική έρευνα, αναδύεται η εικόνα ενός κτιρίου με σταθερή εξωτερικά όψη, το οποίο απέδειξε απεριόριστες δυνατότητες ευελιξίας στις ανάγκες μιας πολύπλοκης οργάνωσης. Με την απόφαση ανέγερσης του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, το 1928, άλλαξε η έως τότε πρόσοψη του κτιρίου σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο. Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη βρίσκεται μπροστά από το κτίριο της Βουλής, είναι ένα κενοτάφιο προς τιμή των πεσόντων στους πολέμους. Το έργο είναι ένα ανάλημμα σχήματος Π από λαξευμένους πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Το γλυπτό βρίσκεται στο βάθος και κεντρικά του όλου έργου. Αριστερά και δεξιά υπάρχουν δύο πλευρικές κλίμακες, ενώ στο κέντρο υπάρχει ένας τάφος σε παραλληλόγραμμο πλαίσιο και ανυψωμένος. Οι μνημειώδεις κλίμακες είναι διακοσμητικές, καθώς τα σκαλοπάτια τους προορίζονταν για θεωρεία κατά τη διάρκεια τελετών. Το γλυπτό παριστάνει μια γυμνή ανδρική μορφή ενός νεκρού πολεμιστή ξαπλωμένη σε κάποια έξαρση του εδάφους. Ο νεκρός πολεμιστής στο αριστερό χέρι κρατάει κυκλική ασπίδα, στο κεφάλι φοράει αρχαίο κράνος με το πρόσωπο γυρισμένο από τα πλάγια να θυμίζει αρχαίο νόμισμα. Η απόδοση του σώματος του νεκρού από τον καλλιτέχνη δίνει την εντύπωση στον θεατή ότι ο Άγνωστος Στρατιώτης αναπαύεται ζωντανός, έτοιμος να σηκωθεί. Αριστερά και δεξιά της παράστασης έχουν χαραχτεί φράσεις από το έργο του Θουκυδίδη: ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ από την περιγραφή της ταφικής τελετής πριν από την εκφώνηση του Επιταφίου του Περικλή (2.34) αριστερά και στα δεξιά ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ από τον επιτάφιο. Στο μέσο του κενοταφίου χαράχτηκε με μικρότερα γράμματα η φράση: ΕΙΣ ΑΦΑΝΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ. Τον τοίχο περιβάλλουν εκατέρωθεν πελεκημένοι πωρόλιθοι, όπου είναι χαραγμένα, κατά ενότητες, τα ονόματα τόπων που έδωσε πολύνεκρες μάχες ο ελληνικός στρατός στη νεότερη ιστορία. Στα αριστερά της σύνθεσης περιλαμβάνονται οι μάχες του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Στο κέντρο του μνημείου, στους πωρόλιθους που υπάρχουν στις κλίμακες, περιλαμβάνονται μάχες του Β' Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στα δεξιά της σύνθεσης συγκρούσεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση το 1944 πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των μαχών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα. Το 1994 με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος». Την τιμητική εικοσιτετράωρη φύλαξη του μνημείου έχει αναλάβει ειδικός στρατιωτικός λόχος της Φρουράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος και μετονομάστηκε σε Φρουρά του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη. Η χαρακτηριστική εικόνα του κτιρίου της Βουλής, με το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, την τιμητική φρουρά με τις χαρακτηριστικές κινήσεις και την πλατεία Συντάγματος μπροστά τους, σηματοδοτεί την Αθήνα και έχει γίνει τόπος προσέλκυσης χιλιάδων επισκεπτών, ιδιαίτερα τις Κυριακές την ώρα της αλλαγής φρουράς (11:00).
   Διαβάστε λιγότερα
Το επιβλητικό κτίριο της Βουλής των Ελλήνων έχει μακρά ιστορία που συνδέεται άμεσα με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Αρχικά Ανάκτορα του Όθωνα και του Γεωργίου, μετατράπηκε έναν αιώνα μετά την κατασκευή του σε Κτίριο της Βουλής και της Γερουσίας. Σήμερα είναι η Βουλή των Ελλήνων, ένα διαχρονικό σύμβολο που αποτελεί μέρος της συλλογικής μνήμης. Το ίδιο το κτίριο στο πέρασμα των χρόνων άλλαξε, προσαρμόστηκε, εκσυγχρονίστηκε. Ως τοποθεσία ανέγερσης των Ανακτόρων του Όθωνα επιλέχθηκε ο λόφος της Μπουμπουνίστρας. Θέση κομβική, σημείο κεντρικό της νέας πρωτεύουσας, ασφαλές και δροσερό, να αντικρίζει την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας. Η πρόταση...
   Διαβάστε Περισσότερα

Συλλέξτε εμπειρίες

To top
Μετάβαση στο περιεχόμενο