Η συνολική έκταση της προστατευόμενης περιοχής ανέρχεται σε 8.812,79 εκτάρια. Ο Υμηττός είναι ένα μακρύ, αλλά στενό βουνό (συνολικού μήκους 20 χλμ.), με την ψηλότερη κορυφή του να φτάνει τα 1.026 μ. Ένα έντονο, αλλά μικρό φαράγγι χωρίζει το βόρειο τμήμα του βουνού από το νότιο. Το συνηθέστερο πέτρωμα του βόρειου Υμηττού είναι ο σχιστόλιθος, ενώ ασβεστόλιθοι απαντώνται ιδιαίτερα στο νότιο και δυτικό τμήμα του βουνού. Αυτό εξηγεί την έλλειψη πηγών, οι οποίες μπορούν να βρεθούν μόνο σε εκείνα τα μέρη της περιοχής όπου τα δύο είδη πετρωμάτων αλληλεπικαλύπτονται. Περιστασιακά, υπάρχουν στρώματα ορεινού όγκου μαρμάρου κάτω από τον σχιστόλιθο. Η ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 400 έως 600mm. Τέλος, η περιοχή του Υμηττού περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό μικρών και μεγάλων σπηλαίων. Η μακία βλάστηση της περιοχής αποτελείται από χαμηλά άτομα της Quercus coccifera.
Είναι ουσιώδες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις αστικές περιοχές να δρα προς την κατεύθυνση της διατήρησης της άγριας φύσης που μπορεί να γειτνιάζει με αυτές. Αυτό ισχύει για το αίτημα διατήρησης των φυσικών οικοτόπων και της άγριας φύσης γενικότερα του Υμηττού. Παρά το γεγονός ότι τα φυσικά οικοσυστήματα του βουνού έχουν λίγο-πολύ επηρεαστεί από την ανθρώπινη πίεση, ένα καλά οργανωμένο και οικολογικά άρτιο σχέδιο διαχείρισης θα συμβάλει σίγουρα στη διατήρηση και τον εμπλουτισμό της άγριας ζωής του. Αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν τον Υμηττό ως περιοχή απόθεσης απορριμμάτων ή ως γη για τη φιλοξενία νέων οικισμών, η άγρια ζωή του βουνού εξακολουθεί να επιβιώνει από κάθε είδους πίεση και δεν σταματά να μας εκπλήσσει με μια βιοποικιλότητα μοναδική για ένα βουνό τόσο κοντά σε μια τεράστια αστική περιοχή.
Πολλά ενδημικά taxa έχουν παρατηρηθεί στη χλωρίδα του (μερικά από τα οποία προστατεύονται από την ελληνική νομοθεσία, Προεδρικό Διάταγμα 67/81). Το πιο ενδιαφέρον ενδημικό της περιοχής είναι η Fritillaria obliqua που περιλαμβάνεται στη σύμβαση της Βέρνης (αναθεωρημένο παράρτημα I, 1992) και στο προσάρτημα IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Επιπλέον, ορισμένες άλλες ταξινομικές κατηγορίες παρουσιάζουν κοινοτικό ενδιαφέρον, καθώς η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) όπου μπορούν να βρεθούν: Onosma graeca και Veronica glauca ssp. glauca (βαλκανικά ενδημικά), Anthemis cretica ssp. cretica (μόνο στην Ανατολία εκτός Ελλάδας), Dianthus serratifolius ssp. serratifolius (βρίσκεται μόνο στην Αττική και τη Λιβύη), Atraphaxis billardieri (Ελλάδα και Ασία), Brassica cretica ssp. cretica (ένα χασμόφυτο που απαντάται μόνο στον Κ. & Ν. Λίβανο εκτός Ελλάδας). Το Carum graecum ssp. graecum είναι βαλκανικό ενδημικό.
Η περιοχή του Υμηττού είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της ανάπτυξης της βοτανικής και της οικολογίας στην Ελλάδα. Μάλιστα, ήδη από την εποχή του Ορφανίδη και του Heildreich (μέσα 19ου αιώνα) πολλά είδη φυτών συλλέχθηκαν και περιγράφηκαν για πρώτη φορά εδώ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλά φυτά της ελληνικής χλωρίδας έχουν ως δεύτερη ονομασία τη λέξη «υμητία» ή «υμήτιο». Όσον αφορά την πανίδα της περιοχής, περιλαμβάνει πολλά ενδημικά taxa ασπόνδυλων και πολλά προστατευόμενα είδη.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην Paranemonia vouliagmenensis, στενοενδημικό της Λίμνης Βουλιαγμένης. Η Λίμνη Βουλιαγμένης βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του βουνού. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν υπόγεια κανάλια που επιτρέπουν στη θάλασσα να επικοινωνεί με τη λίμνη. Η λίμνη είναι αρκετά βαθιά και μια υποθαλάσσια σπηλιά καταλήγει εκεί. Ανάμεσα στις 14 σήραγγες που διαθέτει, βρίσκεται και η μεγαλύτερη στον κόσμο, με μήκος 800 μέτρα και βάθος 80 μέτρα. Επίσης στην περιοχή της λίμνης βρέθηκε πρόσφατα ένα νέο είδος, το Trimium atticum, που αποδεικνύει ότι η χλωρίδα και η πανίδα του Υμηττού απέχει πολύ από το να είναι απολύτως γνωστή. Επίσης, η Λίμνη Βουλιαγμένης έχει αναγνωριστεί από το ελληνικό κράτος ως Ιαματικός Φυσικός Πόρος. Συγκεκριμένα, είναι αναγνωρισμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού ως μία από τις 20 Θερμές Πηγές της Ελλάδας. Εκτός από την οικολογική της αξία, η περιοχή του Υμηττού έχει ιστορική σημασία. Πολλά μοναστήρια είναι χτισμένα στις πλαγιές του, που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα. Το πιο γνωστό απ’ όλα είναι το μοναστήρι της Καισαριανής, το οποίο βρίσκεται μέσα στο αισθητικό δάσος της Καισαριανής.
Συμπερασματικά, η άγρια ζωή του βουνού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ιδανικά για εκπαιδευτικούς σκοπούς, όχι μόνο από τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και από φοιτητές κάθε ηλικίας της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας.
Άλλα σημαντικά είδη φυτών: Centaurea attica, Scorzonera crocofolia, Fritillaria obliqua, Consolida tenuissima είναι ενδημικά που προστατεύονται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81. Το Atraphaxis billardieri είναι ένας απομονωμένος εκπρόσωπος ενός ασιατικού γένους, ένα σπάνιο είδος σε βραχώδη macchie σε ασβεστόλιθο στη Στερεά Ελλάδα (Υμηττός, Εύβοια, Τυμφρηστός), την Κρήτη, τη Σάμο, τη Χίο, τη Ρόδο. Το θηλαστικό Pipistrellus pipistrellus, το αμφίβιο Bufo viridis, τα ερπετά Lacerta viridis, Coluber najadum, Chalcides ocellatus, Natrix natrix και Malpolon monspessulanus προστατεύονται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/81.
Προστατεύονται βάσει των οδηγιών της Ε.Ε. για τους οικοτόπους και τα πτηνά, 4 είδη και 8 ενδιαιτήματα:
Είδη
Πράσινη χελώνα – Green turtle Chelonia mydas, Silene holzmannii, Hermann’s Mediterranean Tortoise – Testudo hermanni, Περιθωριοποιημένη χελώνα – Marginated tortoise Testudo marginata.
Ενδιαιτήματα
Απόκρημνοι θαλάσσιοι βράχοι των ακτών της Μεσογείου με ενδημικό Limonium spp., Δενδρώδες arborescent matorral με Juniperus spp., Φρύγανα Sarcopoterium spinosum, Ασβεστολιθικές βραχώδεις πλαγιές με χασμοφυτική βλάστηση, Σπήλαια μη επισκέψιμα, Βυθισμένες ή μερικώς βυθισμένες θαλάσσιες σπηλιές, Δάση Olea και Ceratonia, Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά πεύκα της Μεσογείας.